- δωροδοκοῦνται
- δωροδοκέωaccept as a presentpres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υβριστοδίκαι — οἱ, Α (ως τίτλος κωμωδίας τού Ευπόλιδος) δικαστές που καταπατούν τον νόμο και, ιδίως, αυτοί που δωροδοκούνται για να βοηθούν τους εγκληματίες να διαφεύγουν την τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβρίζω + δίκης (< δίκη), πρβλ. ειρηνο δίκης] … Dictionary of Greek
δωροδοκοῦντ' — δωροδοκοῦντα , δωροδοκέω accept as a present pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δωροδοκοῦντα , δωροδοκέω accept as a present pres part act masc acc sg (attic epic doric) δωροδοκοῦντι , δωροδοκέω accept as a present pres part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)